- Ἀττικωνικός
- Ἀττικωνικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αττικωνικός — ἀττικωνικός, ή, όν (Α) αττικός (κωμική έκφραση κατά το λακωνικός) (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αττικός, κατά το λακωνικός πιθανή επίσης η συσχέτιση του τ. με τη λ. νίκη, που έχει όμως το ι μακρό] … Dictionary of Greek